- αρισημος
- ἀρίσημοςἀρί-σημοςдор. v. l. ἀρίσᾱμος 21) замечательный
(ἔργα HH.)
2) заметный(τρίβος οὐκ ἀ. ἐν ὕλῃ Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἔργα HH.)
(τρίβος οὐκ ἀ. ἐν ὕλῃ Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αρίσημος — ἀρίσημος, ον (Α) 1. αξιοσημείωτος, σημαντικός 2. ευδιάκριτος, αυτός που φαίνεται καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + σημος < σήμα] … Dictionary of Greek
ἀρίσημος — notable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρισήμως — ἀρίσημος notable adverbial ἀρίσημος notable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίσημον — ἀρίσημος notable masc/fem acc sg ἀρίσημος notable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίσημα — ἀρίσημος notable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίσημοι — ἀρίσημος notable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίσαμον — ἀρίσᾱμον , ἀρίσημος notable masc/fem acc sg (doric) ἀρίσᾱμον , ἀρίσημος notable neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)